- ληίτιδι
- ληί̱τιδι , ληῖτιςshe who makesfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υψόσε — Α επίρρ. προς τα πάνω, ψηλά («καὶ τά γ Ἀθηναίη ληΐτιδι δῑος Ὀδυσσεὺς ὑψόσ ἀνέσχεσθε χειρί», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. ό σε (πρβλ. ἀγχ ό σε, τηλ ό σε)] … Dictionary of Greek